- ενεχυροδανειστικός
- -ή, -ό(ν)αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει στον δανεισμό με ενέχυρο («ενεχυροδανειστικά γραφεία»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ενεχυρο(ν) + δανειστικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Παληάνθρωπος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ενεχυροδανειστικός — ή, ό που αναφέρεται ή χρησιμεύει στο δανεισμό με ενέχυρα: Ενεχυροδανειστικό γραφείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)